Αειθαλής.
|
Εvergreen.
|
αειθαλής, -ής, -ές
1. (για φυτά) που δεν ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα: το πεύκο είναι ένα αειθαλές δέντρο. 2. (μεταφορικά) γεμάτος ζωή και ενέργεια, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία: αειθαλής γέροντας. O πατέρας μου στον κήπο έχει δυο μανταρινιές και τις αγαπά πολυ. Σαν τα παιδιά του. |
evergreen
1. (for plants) that does not shed its leaves in cheimonato: pine is an evergreen tree. 2. (figuratively) full of life and energy, and even in old age: evergreen elder. Μy father, in the garden, has two mandarins and loves them very much. As his children. |